οριστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

οριστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορίζομαι
  2. θα οριστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορίζομαι