ουρλιάξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ουρλιάξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ουρλιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ουρλιάζω
- θα ουρλιάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ουρλιάζω