ουρλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρλιάζω < μεσαιωνική ελληνική οὐριάζω < αρχαία ελληνική ὠρύομαι
- ουρλιάζω < ιταλική urlare
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ουρλιάζω
- (για ζώα) βγάζω μακρόσυρτη, δυνατή κραυγή
- φωνάζω δυνατά σαν ζώο
- (μεταφορικά) παράγω ήχο που θυμίζει κραυγή