ὠρύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ωρύομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠρύομαι < συγγενή ρίζα με τα ἐρεύγομαι και ὀρυγή ὀρυμαγδός

Ρήμα[επεξεργασία]

ὠρύομαι (αόριστος: ὠρυσάμην)

  1. ωρύομαι
  2. ουρλιάζω, βρυχώμαι για σκυλιά και λύκους, αλλά και λεοντάρια
  3. θρηνώ γοερά
  4. με αντικείμενο: κλαίω για κάποιον γοερά

Συγγενικά[επεξεργασία]