ουροχολινογόνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουροχολινογόνο < ουροχολίνη (ούρο + χολίνη < χολή) + -γόνος ( < γεννώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουροχολινογόνο ουδέτερο

  • ουσία που παράγεται στο έντερο από τη βακτηριακή διάσπαση της χολερυθρίνης και κατόπιν απορροφάται από το ήπαρ και ανιχνεύεται στα ούρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]