οψέποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οψέποτε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
[επεξεργασία]οψέποτε
- κάποτε στο μέλλον
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οψέποτε
|
οψέποτε
|