πίνετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πίνετε

  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πίνω
→ δείτε τη λέξη  πίνω