παγιωθούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παγιωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παγιώνομαι
- θα παγιωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παγιώνομαι