παζαρέψετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παζαρέψετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παζαρεύω
- θα παζαρέψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παζαρεύω