παζαρέψουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παζαρέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παζαρεύω
  2. θα παζαρέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παζαρεύω