παιανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιανίζω < παιάν

Ρήμα[επεξεργασία]

παιανίζω

  1. παίζω εμβατήριο
  2. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα.


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]