παιδιαρίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παιδιαρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω
- θα παιδιαρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδιαρίζω