παιδιαρίσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παιδιαρίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδιαρίζω
  2. θα παιδιαρίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδιαρίζω