παιχνιδίσουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παιχνιδίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιχνιδίζω
- θα παιχνιδίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιχνιδίζω