παλαβούτσικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παλαβιάρης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλαβούτσικος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παλαβούτσικος

  1. λίγο παλαβός
  2. με απρόβλεπτη συμπεριφορά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]