πανουκλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανουκλιάζω < πανούκλα + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πανουκλιάζω

Κακό χρόνο να'χει! Να πανουκλιάσει!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]