παντρολογούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντρολογούμαι: παθητική φωνή του ρήματος παντρολογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παντρολογούμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]