παράγωγα αίματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου[επεξεργασία]

παράγωγα αίματος ουδέτερο

  • πληθυντικός αριθμός του παράγωγο αίματος: διάφορες πρωτεϊνικές ουσίες που προέρχονται από ανθρώπινο αίμα και οι οποίες χορηγούνται στη συνέχεια ως φάρμακα για θεραπευτικούς σκοπούς
    Επειδή ο κίνδυνος μετάδοσης λοιμωδών νόσων μέσω των παραγώγων αίματος είναι ιδιαίτερα υψηλός, απαιτείται λήψη κατάλληλων μέτρων καθώς και η επιλογή των δοτών.