παραβιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραβιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραβιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβιάζω
  3. θα παραβιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβιάζω