παραβληθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παραβληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραβάλλομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραβάλλομαι
- θα παραβληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραβάλλομαι