παραείμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παραείμαι
- είμαι σε υπερβολικό βαθμό
- αυτό το παιδί παραείναι άτακτο
- παραείναι αργά για να κάτσω να κάνω αυτή τη δουλειά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραείμαι
|