παραλάβει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παραλάβει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παραλαμβάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνω
- θα παραλάβει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλαμβάνω