παραλάβεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

παραλάβεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραλαμβάνω
  2. θα παραλάβεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραλαμβάνω