παραπαίρνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπαίρνω < παρα- + παίρνω

παραπαίρνω

  • παίρνω περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
το παραπήρε πάνω του!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]