παραφράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

παραφράσσω < παρά + φράσσω

παραφράσσω

  • οχυρώνω καλά