παραψήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραψήνω < παρα- + ψήνω

παραψήνω, παραψένω

  • ψήνω περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]