πασχίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πασχίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πασχίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πασχίζω
  3. θα πασχίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πασχίζω