Μετάβαση στο περιεχόμενο

πασχίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πασχίζω < πάσχω + -ίζω

πασχίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]