πειθαναγκαστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πειθαναγκαστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πειθαναγκάζομαι
  2. θα πειθαναγκαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πειθαναγκάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πειθαναγκάζομαι