περιλάβετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περιλάβετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαμβάνω
  2. θα περιλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαμβάνω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος περιλαμβάνω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περιλάβετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαβαίνω
  2. θα περιλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαβαίνω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος περιλαβαίνω