περιστραφεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

περιστραφεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος περιστρέφομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιστρέφομαι
  3. θα περιστραφεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιστρέφομαι