πηνίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πηνίκα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

πηνίκα

  1. (ερωτηματικό) πότε ακριβώς

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. πηνίκα μάλιστα; (και πηνίκ' ἄττα;): τι ώρα περίπου;