πηνίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηνίκα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
πηνίκα
- (ερωτηματικό) πότε ακριβώς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πηνίκα μάλιστα; (και πηνίκ' ἄττα;): τι ώρα περίπου;