πικραίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πικραίνομαι: παθητική φωνή του ρήματος πικραίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πικραίνομαι

  1. νιώθω μια μεγάλη πίκρα
  2. στεναχωριέμαι βαθιά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]