πιπιλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιπιλιά < πιπιλίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιπιλιά θηλυκό
- σημάδι από πιπίλισμα, συνήθως στο λαιμό, μελανιά που προκύπτει από πιπίλισμα ή ελαφρύ δάγκωμα, μετά από ερωτική πράξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιπιλιά
|