πιτσιλιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
πιτσιλιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος πιτσιλώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιτσιλιέμαι | πιτσιλιόμουν(α) | θα πιτσιλιέμαι | να πιτσιλιέμαι | ||
β' ενικ. | πιτσιλιέσαι | πιτσιλιόσουν(α) | θα πιτσιλιέσαι | να πιτσιλιέσαι | ||
γ' ενικ. | πιτσιλιέται | πιτσιλιόταν(ε) | θα πιτσιλιέται | να πιτσιλιέται | ||
α' πληθ. | πιτσιλιόμαστε | πιτσιλιόμαστε πιτσιλιόμασταν |
θα πιτσιλιόμαστε | να πιτσιλιόμαστε | ||
β' πληθ. | πιτσιλιέστε | πιτσιλιόσαστε πιτσιλιόσασταν |
θα πιτσιλιέστε | να πιτσιλιέστε | πιτσιλιέστε | |
γ' πληθ. | πιτσιλιούνται | πιτσιλιόνταν(ε) πιτσιλιούνταν πιτσιλιόντουσαν |
θα πιτσιλιούνται | να πιτσιλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιτσιλήθηκα | θα πιτσιληθώ | να πιτσιληθώ | πιτσιληθεί | ||
β' ενικ. | πιτσιλήθηκες | θα πιτσιληθείς | να πιτσιληθείς | πιτσιλήσου | ||
γ' ενικ. | πιτσιλήθηκε | θα πιτσιληθεί | να πιτσιληθεί | |||
α' πληθ. | πιτσιληθήκαμε | θα πιτσιληθούμε | να πιτσιληθούμε | |||
β' πληθ. | πιτσιληθήκατε | θα πιτσιληθείτε | να πιτσιληθείτε | πιτσιληθείτε | ||
γ' πληθ. | πιτσιλήθηκαν πιτσιληθήκαν(ε) |
θα πιτσιληθούν(ε) | να πιτσιληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πιτσιληθεί | είχα πιτσιληθεί | θα έχω πιτσιληθεί | να έχω πιτσιληθεί | πιτσιλημένος | |
β' ενικ. | έχεις πιτσιληθεί | είχες πιτσιληθεί | θα έχεις πιτσιληθεί | να έχεις πιτσιληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πιτσιληθεί | είχε πιτσιληθεί | θα έχει πιτσιληθεί | να έχει πιτσιληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πιτσιληθεί | είχαμε πιτσιληθεί | θα έχουμε πιτσιληθεί | να έχουμε πιτσιληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πιτσιληθεί | είχατε πιτσιληθεί | θα έχετε πιτσιληθεί | να έχετε πιτσιληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πιτσιληθεί | είχαν πιτσιληθεί | θα έχουν πιτσιληθεί | να έχουν πιτσιληθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιτσιλιέμαι
|