πλαγιοποδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλαγιοποδίζω < πλαγιοδιποδίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]πλαγιοποδίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαγιοποδίζω | πλαγιοπόδιζα | θα πλαγιοποδίζω | να πλαγιοποδίζω | πλαγιοποδίζοντας | |
β' ενικ. | πλαγιοποδίζεις | πλαγιοπόδιζες | θα πλαγιοποδίζεις | να πλαγιοποδίζεις | πλαγιοπόδιζε | |
γ' ενικ. | πλαγιοποδίζει | πλαγιοπόδιζε | θα πλαγιοποδίζει | να πλαγιοποδίζει | ||
α' πληθ. | πλαγιοποδίζουμε | πλαγιοποδίζαμε | θα πλαγιοποδίζουμε | να πλαγιοποδίζουμε | ||
β' πληθ. | πλαγιοποδίζετε | πλαγιοποδίζατε | θα πλαγιοποδίζετε | να πλαγιοποδίζετε | πλαγιοποδίζετε | |
γ' πληθ. | πλαγιοποδίζουν(ε) | πλαγιοπόδιζαν πλαγιοποδίζαν(ε) |
θα πλαγιοποδίζουν(ε) | να πλαγιοποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλαγιοπόδισα | θα πλαγιοποδίσω | να πλαγιοποδίσω | πλαγιοποδίσει | ||
β' ενικ. | πλαγιοπόδισες | θα πλαγιοποδίσεις | να πλαγιοποδίσεις | πλαγιοπόδισε | ||
γ' ενικ. | πλαγιοπόδισε | θα πλαγιοποδίσει | να πλαγιοποδίσει | |||
α' πληθ. | πλαγιοποδίσαμε | θα πλαγιοποδίσουμε | να πλαγιοποδίσουμε | |||
β' πληθ. | πλαγιοποδίσατε | θα πλαγιοποδίσετε | να πλαγιοποδίσετε | πλαγιοποδίστε | ||
γ' πληθ. | πλαγιοπόδισαν πλαγιοποδίσαν(ε) |
θα πλαγιοποδίσουν(ε) | να πλαγιοποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαγιοποδίσει | είχα πλαγιοποδίσει | θα έχω πλαγιοποδίσει | να έχω πλαγιοποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαγιοποδίσει | είχες πλαγιοποδίσει | θα έχεις πλαγιοποδίσει | να έχεις πλαγιοποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαγιοποδίσει | είχε πλαγιοποδίσει | θα έχει πλαγιοποδίσει | να έχει πλαγιοποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαγιοποδίσει | είχαμε πλαγιοποδίσει | θα έχουμε πλαγιοποδίσει | να έχουμε πλαγιοποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαγιοποδίσει | είχατε πλαγιοποδίσει | θα έχετε πλαγιοποδίσει | να έχετε πλαγιοποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαγιοποδίσει | είχαν πλαγιοποδίσει | θα έχουν πλαγιοποδίσει | να έχουν πλαγιοποδίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλαγιοποδίζω
|