πλαγιοδιποδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pla.ʝi.o.ði.poˈði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐γι‐ο‐δι‐πο‐δί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
πλαγιοδιποδίζω, αόρ.: πλαγιοδιπόδισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αναφέρεται σε άλογα) βηματίζω κινώντας το μπροστά αριστερό πόδι και το πίσω δεξί, στηρίζοντας τα άλλα δύο στη γη, και στον επόμενο χρόνο το αντίθετο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πλαγιοδιποδισμός / πλαγιοποδισμός
- → δείτε τις λέξεις πλάγιος και πόδι
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλαγιοδιποδίζω | πλαγιοδιπόδιζα | θα πλαγιοδιποδίζω | να πλαγιοδιποδίζω | πλαγιοδιποδίζοντας | |
β' ενικ. | πλαγιοδιποδίζεις | πλαγιοδιπόδιζες | θα πλαγιοδιποδίζεις | να πλαγιοδιποδίζεις | πλαγιοδιπόδιζε | |
γ' ενικ. | πλαγιοδιποδίζει | πλαγιοδιπόδιζε | θα πλαγιοδιποδίζει | να πλαγιοδιποδίζει | ||
α' πληθ. | πλαγιοδιποδίζουμε | πλαγιοδιποδίζαμε | θα πλαγιοδιποδίζουμε | να πλαγιοδιποδίζουμε | ||
β' πληθ. | πλαγιοδιποδίζετε | πλαγιοδιποδίζατε | θα πλαγιοδιποδίζετε | να πλαγιοδιποδίζετε | πλαγιοδιποδίζετε | |
γ' πληθ. | πλαγιοδιποδίζουν(ε) | πλαγιοδιπόδιζαν πλαγιοδιποδίζαν(ε) |
θα πλαγιοδιποδίζουν(ε) | να πλαγιοδιποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλαγιοδιπόδισα | θα πλαγιοδιποδίσω | να πλαγιοδιποδίσω | πλαγιοδιποδίσει | ||
β' ενικ. | πλαγιοδιπόδισες | θα πλαγιοδιποδίσεις | να πλαγιοδιποδίσεις | πλαγιοδιπόδισε | ||
γ' ενικ. | πλαγιοδιπόδισε | θα πλαγιοδιποδίσει | να πλαγιοδιποδίσει | |||
α' πληθ. | πλαγιοδιποδίσαμε | θα πλαγιοδιποδίσουμε | να πλαγιοδιποδίσουμε | |||
β' πληθ. | πλαγιοδιποδίσατε | θα πλαγιοδιποδίσετε | να πλαγιοδιποδίσετε | πλαγιοδιποδίστε | ||
γ' πληθ. | πλαγιοδιπόδισαν πλαγιοδιποδίσαν(ε) |
θα πλαγιοδιποδίσουν(ε) | να πλαγιοδιποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλαγιοδιποδίσει | είχα πλαγιοδιποδίσει | θα έχω πλαγιοδιποδίσει | να έχω πλαγιοδιποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλαγιοδιποδίσει | είχες πλαγιοδιποδίσει | θα έχεις πλαγιοδιποδίσει | να έχεις πλαγιοδιποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλαγιοδιποδίσει | είχε πλαγιοδιποδίσει | θα έχει πλαγιοδιποδίσει | να έχει πλαγιοδιποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλαγιοδιποδίσει | είχαμε πλαγιοδιποδίσει | θα έχουμε πλαγιοδιποδίσει | να έχουμε πλαγιοδιποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλαγιοδιποδίσει | είχατε πλαγιοδιποδίσει | θα έχετε πλαγιοδιποδίσει | να έχετε πλαγιοδιποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλαγιοδιποδίσει | είχαν πλαγιοδιποδίσει | θα έχουν πλαγιοδιποδίσει | να έχουν πλαγιοδιποδίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαγιοδιποδίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα πλαγιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)