πλαισιώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλαισιώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πλαισιώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πλαισιώνομαι

→ δείτε τη λέξη πλαισιώνω