πλαστογραφούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαστογραφούμαι, παθητική φωνή του πλαστογραφώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πλαστογραφούμαι
- → δείτε τη λέξη πλαστογραφώ
πλαστογραφούμαι