πλαστοπροσωπήσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

πλαστοπροσωπήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλαστοπροσωπώ
  2. θα πλαστοπροσωπήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλαστοπροσωπώ