πληρῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πληρῶ | |
Παρατατικός | ἐπλήρουν | |
Μέλλοντας | πληρώσω | |
Αόριστος | ἐπλήρωσα | |
Παρακείμενος | πεπλήρωκα | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπληρώκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πληρῶ