πληρῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πληρῶ 
Παρατατικός  ἐπλήρουν 
Μέλλοντας  πληρώσω 
Αόριστος  ἐπλήρωσα 
Παρακείμενος  πεπλήρωκα 
Υπερσυντέλικος  ἐπεπληρώκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πληρῶ