ποδάρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποδάρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδάρας, ποδαράς αρσενικό
- που έχει μεγάλα πόδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποδάρας
|