ποδέσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ποδέσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποδένω
  2. θα ποδέσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποδένω