ποιμαντορικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποιμαντορικώς < ποιμαντορικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ποιμαντορικώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποιμαντορικώς
|