πολεμήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πολεμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πολεμώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολεμώ
  3. θα πολεμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολεμώ