ποστάλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποστάλ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του ποστάλι
- Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ / καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία. (Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποστάλ
→ δείτε τη λέξη ποστάλι |