πρευμενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρευμενής < πρᾶος, μένος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρευμενής και πραϋμενής

  1. . ήπιος, πράος, φιλικός
  2. . εξευμενιστικός, εξιλαστικός, εξιλαστήριος
  3. . ευνοϊκός, καλός, αίσιος