πρευμενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πρευμενής και πραϋμενής
- . ήπιος, πράος, φιλικός
- . εξευμενιστικός, εξιλαστικός, εξιλαστήριος
- . ευνοϊκός, καλός, αίσιος