προγκρέσιβ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγκρέσιβ < (άμεσο δάνειο) αγγλική progressive
Επίθετο[επεξεργασία]
προγκρέσιβ άκλιτο
- (μουσική) υποείδη, υποκατηγορίες μουσικών ειδών, που αποκλίνουν από τις καθιερωμένες ή παραδοσιακές μορφές, που χαρακτηρίζονται συνήθως ως πιο τεχνικά ή πιο πειραματικά
- ↪ τα περισσότερα σύγχρονα μουσικά ρεύματα, όπως το ροκ, το μέταλ ή η χάουζ μουσική, έχουν και προγκρέσιβ πτυχές