προγραμματίσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

προγραμματίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγραμματίζω
  2. θα προγραμματίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγραμματίζω