προεκτοπίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]προεκτοπίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προεκτοπίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεκτοπίζομαι | προεκτοπιζόμουν(α) | θα προεκτοπίζομαι | να προεκτοπίζομαι | ||
β' ενικ. | προεκτοπίζεσαι | προεκτοπιζόσουν(α) | θα προεκτοπίζεσαι | να προεκτοπίζεσαι | (προεκτοπίζου) | |
γ' ενικ. | προεκτοπίζεται | προεκτοπιζόταν(ε) | θα προεκτοπίζεται | να προεκτοπίζεται | ||
α' πληθ. | προεκτοπιζόμαστε | προεκτοπιζόμαστε προεκτοπιζόμασταν |
θα προεκτοπιζόμαστε | να προεκτοπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προεκτοπίζεστε | προεκτοπιζόσαστε προεκτοπιζόσασταν |
θα προεκτοπίζεστε | να προεκτοπίζεστε | (προεκτοπίζεστε) | |
γ' πληθ. | προεκτοπίζονται | προεκτοπίζονταν προεκτοπιζόντουσαν |
θα προεκτοπίζονται | να προεκτοπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προεκτοπίστηκα | θα προεκτοπιστώ | να προεκτοπιστώ | προεκτοπιστεί | ||
β' ενικ. | προεκτοπίστηκες | θα προεκτοπιστείς | να προεκτοπιστείς | προεκτοπίσου | ||
γ' ενικ. | προεκτοπίστηκε | θα προεκτοπιστεί | να προεκτοπιστεί | |||
α' πληθ. | προεκτοπιστήκαμε | θα προεκτοπιστούμε | να προεκτοπιστούμε | |||
β' πληθ. | προεκτοπιστήκατε | θα προεκτοπιστείτε | να προεκτοπιστείτε | προεκτοπιστείτε | ||
γ' πληθ. | προεκτοπίστηκαν προεκτοπιστήκαν(ε) |
θα προεκτοπιστούν(ε) | να προεκτοπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προεκτοπιστεί | είχα προεκτοπιστεί | θα έχω προεκτοπιστεί | να έχω προεκτοπιστεί | προεκτοπισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προεκτοπιστεί | είχες προεκτοπιστεί | θα έχεις προεκτοπιστεί | να έχεις προεκτοπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προεκτοπιστεί | είχε προεκτοπιστεί | θα έχει προεκτοπιστεί | να έχει προεκτοπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προεκτοπιστεί | είχαμε προεκτοπιστεί | θα έχουμε προεκτοπιστεί | να έχουμε προεκτοπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προεκτοπιστεί | είχατε προεκτοπιστεί | θα έχετε προεκτοπιστεί | να έχετε προεκτοπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προεκτοπιστεί | είχαν προεκτοπιστεί | θα έχουν προεκτοπιστεί | να έχουν προεκτοπιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προεκτοπίζομαι
|